ελιγμός

ελιγμός
ο
1. στριφογύρισμα, μανούβρα: Ελιγμοί φιδιού.
2. ελικοειδής κατεύθυνση, ζιγκ ζαγκ: Ελιγμοί του ποταμού.
3. ελικοειδής κίνηση ή μετασχηματισμός στρατεύματος ή ναυτικών μονάδων για λόγους τακτικής: Με ελιγμούς βρέθηκαν στα πλευρά του εχθρού.
4. μτφ., πλάγια ενέργεια, πονηρία, κατεργαριά: Προσπάθησε να αποφύγει τον τελωνειακό έλεγχο με ελιγμούς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἑλιγμός — winding masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελιγμός — ο (Α ἑλιγμός) 1. στροφή, στρίψιμο 2. περιστροφική κίνηση νεοελλ. 1. κίνηση ή μετασχηματισμός στρατεύματος για την επίτευξη τακτικού σκοπού 2. έμμεση προσέγγιση ορισμένου σκοπού με περιστροφές αρχ. 1. συστροφή οργάνων 2. δέσιμο κόμπου …   Dictionary of Greek

  • εἱλιγμοῖς — ἑλιγμός winding masc dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱλιγμοί — ἑλιγμός winding masc nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱλιγμούς — ἑλιγμός winding masc acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱλιγμῷ — ἑλιγμός winding masc dat sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἱλιγμόν — ἑλιγμός winding masc acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλιγμοῖς — ἑλιγμός winding masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλιγμοί — ἑλιγμός winding masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλιγμοῦ — ἑλιγμός winding masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”