- ελιγμός
- ο1. στριφογύρισμα, μανούβρα: Ελιγμοί φιδιού.2. ελικοειδής κατεύθυνση, ζιγκ ζαγκ: Ελιγμοί του ποταμού.3. ελικοειδής κίνηση ή μετασχηματισμός στρατεύματος ή ναυτικών μονάδων για λόγους τακτικής: Με ελιγμούς βρέθηκαν στα πλευρά του εχθρού.4. μτφ., πλάγια ενέργεια, πονηρία, κατεργαριά: Προσπάθησε να αποφύγει τον τελωνειακό έλεγχο με ελιγμούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.